-
1 ἰσχάνω
A hold in check, hinder,δέος ἰσχάνει ἄνδρας Il.14.387
; ;τὸν δ' οὐκ ἴσχανε δεσμά h.Bacch.13
: c. gen., keep back from,κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει Hes.Op. 495
; so in Prose, ὁ ἥλιος.. ἰσχάνει [τὸν σῖτον] checks its growth, Thphr.CP4.13.6 (v.l. ἰσχαίνει, fort. ἰσχναίνει).II get, obtain, have, ἀπεμνημόνευεν ἤ ἀνάλογον τῇ ἀπομνημονεύσει πάθος ἴσχα[νε] had an experience.., Epicur.Nat.27 G., cf. 51 G.; περὶ.. δάκτυλον ( δακτύλων codd.)πάθος ἰσχάνουσιν Vett.Val.65.13
;μᾶλλον ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τῶν λόγων τὰς λαβὰς ἰσχάνουσι Phld.Herc.873.6
;ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω ἴσχανε A.R.1.902
.
См. также в других словарях:
κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… … Dictionary of Greek